- εφιππάζομαι
- ἐφιππάζομαι (Α)1. εφορμώ έφιππος, επιτίθεμαι2. ιππεύω3. τρέχω έφιππος4. (με αισχρή σημ.) αυτός που καβαλιέται, που πηδιέται («ἄνωθεν ἐπικειμένην ἤ ἐφιππαζομένην», Αρτεμίδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱππάζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.