εφιππάζομαι

εφιππάζομαι
ἐφιππάζομαι (Α)
1. εφορμώ έφιππος, επιτίθεμαι
2. ιππεύω
3. τρέχω έφιππος
4. (με αισχρή σημ.) αυτός που καβαλιέται, που πηδιέται («ἄνωθεν ἐπικειμένην ἤ ἐφιππαζομένην», Αρτεμίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱππάζομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐφιππαζομένην — ἐφιππάζομαι ride a tilt at pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) ἐφιππάζομαι ride a tilt at pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφιππαζόμενος — ἐφιππάζομαι ride a tilt at pres part mp masc nom sg ἐφιππάζομαι ride a tilt at pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφιππάζεσθαι — ἐφιππάζομαι ride a tilt at pres inf mp ἐφιππάζομαι ride a tilt at pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφιππάσασθαι — ἐφιππάζομαι ride a tilt at aor inf mp ἐφιππάζομαι ride a tilt at aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”